- ἄχορος
- ἄχορος, ον,A without the dance, epith. of Ares, to mark the horrors of war, A.Supp.681 (lyr.); of death,
μοῖρ' . . ἄλυρος, ἄ. S.OC1222
(lyr.); ἄ. στοναχαί v.l. in E.Andr.1037 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοῖρ' . . ἄλυρος, ἄ. S.OC1222
(lyr.); ἄ. στοναχαί v.l. in E.Andr.1037 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άχορος — ἄχορος, ον (Α) ο δίχως χορό, θλιβερός … Dictionary of Greek
ἄχορος — without the dance masc/fem nom sg ἄχωρ scurf masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχορον — ἄχορος without the dance masc/fem acc sg ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρους — ἄχορος without the dance masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχορα — ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχωρ scurf masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχορ' — ἄχορα , ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχορε , ἄχορος without the dance masc/fem voc sg ἄχορα , ἄχωρ scurf masc acc sg ἄχορι , ἄχωρ scurf masc dat sg ἄχορε , ἄχωρ scurf masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek